- μομιοποιώ
- και μομμιοποιώ, -έωμεταβάλλω πτώμα ανθρώπου ή ζώου σε μούμια με ταρίχευση ή βαλσάμωση.[ΕΤΥΜΟΛ. < μομία «μούμια» + -ποιώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μουμιοποιώ — μομιοποιώ … Dictionary of Greek
μομιοποίηση — και μομμιοποίηση, η [μομιοποιώ] η μετατροπή ενός πτώματος ανθρώπου ή ζώου σε μούμια και ειδικότερα το σύνολο τών φαινομένων που παρουσιάζονται σε ένα πτώμα τοποθετημένο σε πολύ ξηρό ή πολύ θερμό περιβάλλον ή και κάθε φορά που εμποδίζεται η δράση… … Dictionary of Greek
μομμιοποιώ — βλ. μομιοποιώ … Dictionary of Greek